- κοσμιότητα
- η (ΑM κοσμιότης, -ητος) [κόσμιος]ευπρέπεια, σεμνότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμιότητα — η ευπρέπεια, σεμνότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμιότητα — κοσμιότης propriety fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκοσμος — η, ο (ΑΜ εὔκοσμος, ον) 1. αυτός που έχει κοσμιότητα στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, πειθαρχημένος, φρόνιμος, σεμνός 2. αυτός που γίνεται με ευπρέπεια, με σεμνότητα, με κοσμιότητα (α. «εύκοσμη συμπεριφορά» β. «οὐκ εὔκοσμον… … Dictionary of Greek
ευπρέπεια — η (ΑΜ εὐπρέπεια) [ευπρεπής] 1. ωραία, σοβαρή και καλαίσθητη εξωτερική εμφάνιση 2. ψυχική ομορφιά, ευγένεια και σεμνότητα ήθους 3. ευγενική, πολιτισμένη συμπεριφορά, κοσμιότητα μσν. καύχημα, κόσμημα μσν. αρχ. μεγαλοπρέπεια («ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν… … Dictionary of Greek
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… … Dictionary of Greek
γυναικονόμος — γυναικονόμος, ο (Α) άρχοντας στην Αθήνα και άλλες πόλεις τής αρχαίας Ελλάδας ο οποίος επέβλεπε την κοσμιότητα και τα ήθη τών γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + νομός < νέμω (πρβλ. αγορανόμος, αστυνόμος)] … Dictionary of Greek
ευκοσμία — η (ΑΜ εὐκοσμία) [εύκοσμος] η καλή συμπεριφορά, η ευταξία, η κοσμιότητα, η ευπρέπεια («ἐντέλλονται ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων», Πλάτ.) μσν. αρχ. ομορφιά αρχ. διακόσμηση, στόλισμα, καλλωπισμός … Dictionary of Greek
ευκοσμώ — εὐκοσμῶ, έω (Α) [εύκοσμος] φέρομαι με κοσμιότητα, με ευπρέπεια … Dictionary of Greek
ευκόσμιος — εὐκόσμιος, ον (Α) κόσμιος, ευπρεπής. επίρρ... εὐκοσμίως (ΑΜ) με κοσμιότητα, με ευπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόσμιος] … Dictionary of Greek